- μοσχάτος
- η , ο мускатный (о винограде, вине)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μοσχάτος — και μοσκάτος και μουσκάτος, η, ο (Μ μοσχάτος και μοσκάτος, η, ον) 1. αυτός που μυρίζει ωραία σαν το αρωματικό φυτό μόσχος, ευωδιαστός («μοσχάτα λουλούδια», Βιζυην.) 2. το ουδ. ως ουσ. το μοσχάτο και μοσκάτο α) ονομασία διαφόρων ποικιλιών… … Dictionary of Greek
μοσχάτος — η, ο 1. αυτός που ευωδιάζει, ο αρωματικός, ο μυρωδάτος. 2. είδος σταφυλιού, το μοσκοστάφυλο: Πάτησε τα μοσχάτα σταφύλια για να φτιάξει κρασί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Weinbau in Griechenland — Byzantinisches Relief „CΕΠΤΕΜΡHΟC“ (September), 10.–11. Jhd. Der Weinbau in Griechenland hat eine lange, in die Antike zurückreichende Tradition. Während der Zeit des Byzantinischen Reichs, spätestens mit der Zugehörigkeit Griechenlands zum… … Deutsch Wikipedia
ανθοσμίας — ἀνθοσμίας, ο (Α) 1. αυτός που ευωδιάζει σαν λουλούδι 2. (για το κρασί) μοσχάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθος + οσμή] … Dictionary of Greek
μοσκάτος — η, ο βλ. μοσχάτος … Dictionary of Greek